ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΣ

Η διαδικασία της φωτογράφισης επιδρά επάνω του όπως η ψυχανάλυση, όπως δηλώνει ο ίδιος, αισθάνεται ο μοναδικός θεατής μιας παράστασης που δίνεται καθημερινά και η φωτογραφική μηχανή του, το ημερολόγιο που συλλαμβάνει, μέσα στην κινούμενη πραγματικότητα που μας περιβάλλει, εικόνες που διαρκούν μόνον κλάσματα του δευτερολέπτου. Η δύναμη του καλλιτέχνη βρίσκεται ακριβώς στην επίγνωση ότι μπορεί με κάτι τόσο απλό, όσο ένας διαφορετικός συνδυασμός χρωμάτων, ή η αλλαγή μιας τονικής κλίμακας, ή η κλίση ενός κεφαλιού, ή μια χαμηλή γωνία λήψεως, να κάνει την διαφορά ανάμεσα στο αδιάφορο και στο ιδιοφυές.
Στις φωτογραφίες του δεν υπάρχουν σπουδαία γεγονότα, ψάχνει τη μαγεία στους καθημερινούς ανθρώπους του δρόμου, στους γείτονές του, στους περαστικούς. Φωτογραφίζει καθημερινά την «καθημερινότητα», παρακινούμενος από μια συνήθεια που είχε όταν ήταν πολύ μικρός. Όπως περιγράφει ο ίδιος: «Κάθε μέρα καθόμουν με την γιαγιά μου τα απογεύματα στο κατώφλι του σπιτιού μας και επί ώρες παρατηρούσαμε το δρόμο και τους περαστικούς, πλάθοντας μέσα μας ιστορίες. Χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μια λέξη μεταξύ μας, είχαμε την απόλυτη επικοινωνία. Αυτή η συνήθεια, μεγαλώνοντας, με έστρεψε στην φωτογραφία». Με μια canon 5D και ένα φακό 35 mm προσπαθεί να κάνει μια φωτογραφία η οποία να έχει στοιχεία ποίησης, θα τη χαρακτήριζε «οπτική ποίηση» , με σκοπό να επικοινωνήσει με τον θεατή όπως παλιότερα με την γιαγιά του, χωρίς επεξηγήσεις και μηνύματα, αφήνοντας του απόλυτη ελευθερία. Ο θεατής αναζητεί και αυτός παρόμοιες συγκινήσεις σε μνήμες της δικής του ζωής που μπορεί να είναι διαφορετικές. Έτσι η κάθε φωτογραφία μετατρέπεται σε ένα χρησμό, όπου όλα είναι φανερά και όμως κάτι κρύβουν, όχι με σύμβολα αλλά με υπαινιγμούς. Και οι προσεγγίσεις είναι ισάριθμες με τους θεατές. Αφετηρία του είναι η φράση του μεγάλου έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη «με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. χρειάζεται μια άλλη βέργα …» αυτό το «κελαηδητό» προσπαθεί να πιάσει με τις φωτογραφίες του.
Στις φωτογραφίες του δεν υπάρχουν σπουδαία γεγονότα, ψάχνει τη μαγεία στους καθημερινούς ανθρώπους του δρόμου, στους γείτονές του, στους περαστικούς. Φωτογραφίζει καθημερινά την «καθημερινότητα», παρακινούμενος από μια συνήθεια που είχε όταν ήταν πολύ μικρός. Όπως περιγράφει ο ίδιος: «Κάθε μέρα καθόμουν με την γιαγιά μου τα απογεύματα στο κατώφλι του σπιτιού μας και επί ώρες παρατηρούσαμε το δρόμο και τους περαστικούς, πλάθοντας μέσα μας ιστορίες. Χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μια λέξη μεταξύ μας, είχαμε την απόλυτη επικοινωνία. Αυτή η συνήθεια, μεγαλώνοντας, με έστρεψε στην φωτογραφία». Με μια canon 5D και ένα φακό 35 mm προσπαθεί να κάνει μια φωτογραφία η οποία να έχει στοιχεία ποίησης, θα τη χαρακτήριζε «οπτική ποίηση» , με σκοπό να επικοινωνήσει με τον θεατή όπως παλιότερα με την γιαγιά του, χωρίς επεξηγήσεις και μηνύματα, αφήνοντας του απόλυτη ελευθερία. Ο θεατής αναζητεί και αυτός παρόμοιες συγκινήσεις σε μνήμες της δικής του ζωής που μπορεί να είναι διαφορετικές. Έτσι η κάθε φωτογραφία μετατρέπεται σε ένα χρησμό, όπου όλα είναι φανερά και όμως κάτι κρύβουν, όχι με σύμβολα αλλά με υπαινιγμούς. Και οι προσεγγίσεις είναι ισάριθμες με τους θεατές. Αφετηρία του είναι η φράση του μεγάλου έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη «με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. χρειάζεται μια άλλη βέργα …» αυτό το «κελαηδητό» προσπαθεί να πιάσει με τις φωτογραφίες του.